μικροβιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μικρόβια: Ο γιατρός μού ζήτησε να κάνω μια μικροβιακή ανάλυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιμικροβιακός — ή, ό αυτός ο οποίος αναστέλλει την ανάπτυξη των μικροβίων ή τα καταστρέφει (αναφέρεται σε αντιβιοτικά, αντισηπτικά κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antimicrobic, antimicrobial < anti (< αντι *) + microbic,… … Dictionary of Greek
μικροβιολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροβιολογία («μικροβιολογική εξέταση») 2. φρ. α) «μικροβιολογική δοκιμασία» βιολ. η χρήση συγκεκριμένων μικροοργανισμών για τον καθορισμό τής ποσότητας ή τής περιεκτικότητας ουσιών, όπως τών βιταμινών,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
εξανθηματικές νόσοι — Οξείες λοιμώδεις νόσοι που χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση δερματικών εκδηλώσεων ερυθρού χρώματος, οι οποίες μπορεί να είναι διάχυτες (ερύθημα) ή εντοπισμένες. Στα αίτια δεν υπεισέρχεται πάντα ο μικροβιακός παράγοντας, όπως για παράδειγμα στο… … Dictionary of Greek